- φυλλοβολώ
- φυλλοβόλησα1. αμτβ., ρίχνω τα φύλλα, μου πέφτουν τα φύλλα, φυλλορροώ.2. (για λουλούδια), χάνω τα πέταλα, μαδιέμαι.3. (με αντίθ. σημασία), βγάζω φύλλα, βλαστάνω φύλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.